ενώκισα
Смотреть что такое "ενώκισα" в других словарях:
ἐνῴκισα — ἐνοικίζω settle in aor ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνῴκισα — ἐνοικίζω settle in aor ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)